ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ
Ο Ρήγας (Βελεστίνο 1757 - Βελιγράδι 1798) υπήρξε πρόδρομος και πρωτομάρτυρας της Ελευθερίας, αλλά και ένας από τους προδρόμους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όπως και άλλοι φωτισμένοι ομογενείς του καιρού του, προσπάθησε, με βιβλία, με ιστορικογεωγραφικούς χάρτες και με άλλες εκδόσεις, να συμβάλλει κι αυτός στην πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου Γένους, διοχετεύοντας μέσα από τα έργα του τις νέες ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αλλά και εθνεγερτικά μηνύματα. Όταν, όμως την Γαλλική Επανάσταση την διαδέχθηκαν οι νικηφόρες προελάσεις των “τυραννομάχων” Γάλλων σε όλα τα μέτωπα, και κυρίως στην Ιταλία, όπου οι λαοί γκρέμιζαν τα παλιά καθεστώτα του “δεσποτισμού” εγκαθιδρύοντας το νέο πολίτευμα της Δημοκρατίας (1797), ο Ρήγας, διευρύνοντας τα πλαίσια των απελευθερωτικών αγώνων, έγινε κήρυκας και πολιτικός νους μιας Επανάστασης μεγάλων διαστάσεων, οραματιζόμενος την εξέγερση των Ελλήνων και όλων των συνυπόδουλων λαών, για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, και την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής κοινοπολιτείας, σε όλο τον χώρο της Ελληνικής Ανατολής, με την ονομασία “Ελληνική Δημοκρατία”. Τα επαναστατικά αυτά σχέδια και τα μεγάλα οράματα (αποτυπωμένα σε εμπνευσμένους στίχους και μεγαλειώδεις διακηρύξεις) έμειναν σχέδια και οράματα, καθώς ο Ρήγας, ξεκινώντας να κατεβεί στην πατρίδα, έπεσε στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας (19 Δεκεμβρίου 1797). Η απήχηση όμως που είχε το εγερτήριο σάλπισμά του και ο μαρτυρικός του θάνατος (Ιούνιος 1798) τον ανέδειξαν πρόδρομο και πρωτομάρτυρα των απελευθερωτικών αγώνων.
Ιστορία και θρύλος.
Ιστορία και θρύλος.
Ο Ρήγας πέρασε πολύ γρήγορα στην περιοχή του θρύλου. Έτσι, όταν αργότερα η ιστορική έρευνα καταπιάστηκε με την ζωή και το έργο του, βρήκε πολλές υστερογενείς παραδόσεις, αόριστες ή διογκωμένες φήμες, ποιητικά αυτοσχεδιάσματα κ.λ.π. Η ποίηση, το θέατρο και διάφορα λαϊκά ή εθνικά αναγνώσματα τροφοδότησαν την ιστορική παράδοση με επικούς θρύλους και με στοιχεία εντελώς φανταστικά. Ας σημειωθεί ότι τον περασμένο αιώνα είχε μεγάλη διάδοση ως σχολικό ανάγνωσμα ένα βιβλίο του παιδαγωγού Βλασίου Σκορδέλη με τον τίτλο “Οι γονείς του Ρήγα ή περί εθνικής αγωγής” (α΄ έκδ. 1879, β΄ 1881, γ΄ 1884), έργο με μυθιστορηματική πλοκή: εκεί ο τουρκοφάγος έφηβος του Βελεστίνου καταφεύγει στον Όλυμπο, ζει την σκληρή ζωή των κλεφταρματολών, ανεβαίνει έπειτα στο Άγιον Όρος, ξεκινάει από κει ως εθναπόστολος, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη κ.ο.κ. Μετά το 1891, οπότε ήρθαν στο φως τα πρώτα έγγραφα των αυστριακών ανακρίσεων για την “συνωμοσία” του Ρήγα και των συντρόφων του, η σχετική ιστοριογραφία άρχισε να βασίζεται σε αυθεντικές μαρτυρίες και να παραμερίζει πολλές ανεύθυνες παραδόσεις.
Όνομα και καταγωγή.
Όνομα και καταγωγή.
Ο Ρήγας γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας (όπου η αρχαία πόλη Φεραί) το 1757. Ρήγας είναι το βαπτιστικό του όνομα (βαπτιστικό όνομα πολύ συνηθισμένο τότε στην περιοχή της Μαγνησίας) και όχι ψευδώνυμο (είναι ανακρίβεια ότι λεγόταν δήθεν Αντώνιος Κυριαζής και άλλαξε το όνομά του για λόγους “συνωμοτικούς”, όπως γράφουν οι ευφάνταστοι). Νεαρός μαθητής έχει σημειώσει το όνομά του στα παράφυλλα ενός βιβλίου και υπογράφεται Ρήγας Κυρίτζη εκ Βελεστίνου. Σε μια εποχή που δεν είχαν όλοι αποκρυσταλλωμένα επώνυμα (δεν υπήρχαν άλλωστε δημοτολόγια, ταυτότητες κ.λ.π.), το πιο πρόχειρο διακριτικό ήταν το όνομα του πατέρα (ο Χρίστος του Βασίλη και έπειτα Χριστοβασίλης, ο Αλέξανδρος του παπά-Διαμάντη και έπειτα Παπαδιαμάντης κ.λ.π.) ή ο τόπος της καταγωγής, αν κάποιος ήταν ξενόφερτος. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ρήγας, γνωστός στο Βελεστίνο ως γιος του Κυρίτση, όταν βρέθηκε στο γειτονικό Πήλιο, μαθητής, έγινε εκεί περισσότερο γνωστός ως Ρήγας ο Βελεστινλής (=Βελεστινιώτης η κατάληξη -λης, τούρκικης προελεύσεως, ήταν πολύ συνηθισμένη ως δηλωτικό καταγωγής : Τεπελένι - Τεπελενλής, Μισίρι - Μισιρλής, Βάρνα - Βάρναλης κ.λ.π.). Πήρε λοιπόν και κράτησε το Βελεστινλής ως επώνυμο, και σε όλα τα έργα του (βιβλία χάρτες κ.λ.π.) υπογράφεται Ρήγας Βελεστινλής Θετταλός.
Εδώ ας προστεθεί ότι την εποχή εκείνη, δεν ήταν δυνατόν να θεωρείται και να αυτοαποκαλείται Βελεστινλής παρά μόνον ένας από τους παλιούς και μόνιμους κατοίκους του Βελεστίνου, γέννημα και θρέμμα του χωριού, και όχι κάποιος από τους εποχικούς περιοίκους, όπως εκείνοι που κατέβαιναν τον χειμώνα από τα ορεινά χωριά της Πίνδου και παραχείμαζαν στα βοσκοτόπια της γύρω περιοχής. Αυτοί θεωρούσαν και θεωρούν γενέτειρα το ορεινό χωριό τους, ποτέ τα χειμαδιά. Οικογένειες ορεινών ημινομάδων άρχισαν να εισχωρούν και να αποκτούν κάποια μονιμότερη στέγη στο Βελεστίνο μετά την ερήμωση των χριστιανικών μαχαλάδων του, κατά την εποχή των Ορλοφικών (γύρω στα 1771) και κατά την Επανάσταση του 1821, ενώ οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, πολύ αργότερα. Άλλωστε, αν ο Ρήγας είχε έστω και κάποια μακρινή καταγωγή (ή είχε ακούσει αόριστες αναμνήσεις κάποιας μακρινής καταγωγής) από τους ορεινούς εκείνους πληθυσμούς που παραχείμαζαν στα βοσκοτόπια του Βελεστίνου, όταν συνέτασσε τον μεγάλο Χάρτη του και τον παραγέμιζε με άπειρες λεπτομέρειες, θα θυμόταν και θα σημείωνε δύο-τρία τουλάχιστον από τα ορεινά χωριά των ημινομαδικών εκείνων πληθυσμών. Δεν σημείωσε όμως κανένα. Τα χωριά της Πίνδου Περιβόλι , Σαμαρίνα, Αβδέλλα κ.λ.π. δεν αναγράφονται στον Χάρτη. Ο Ρήγας δεν ήξερε ούτε την ύπαρξή τους.
Στο βιβλίο του Ρήγα Νέος Ανάχαρσις (1797) προτάσσεται, όπως συνηθιζόταν, ένα εγκωμιαστικό επίγραμμα. Το αρχαιοελληνικό αυτό επίγραμμα (ανώνυμο) επιγράφεται “Εις τον Φεραίον Ρήγαν”. Είναι η πρώτη φορά που τον αποκαλούν Φεραίο (τέκνο των αρχαίων Φερών). Αργότερα επικράτησε, αποκλειστικά σχεδόν, το Φεραίος, ενώ ο ίδιος ο Ρήγας γραφόταν πάντοτε Βελεστινλής.
Τα πρώτα χρόνια.
Εδώ ας προστεθεί ότι την εποχή εκείνη, δεν ήταν δυνατόν να θεωρείται και να αυτοαποκαλείται Βελεστινλής παρά μόνον ένας από τους παλιούς και μόνιμους κατοίκους του Βελεστίνου, γέννημα και θρέμμα του χωριού, και όχι κάποιος από τους εποχικούς περιοίκους, όπως εκείνοι που κατέβαιναν τον χειμώνα από τα ορεινά χωριά της Πίνδου και παραχείμαζαν στα βοσκοτόπια της γύρω περιοχής. Αυτοί θεωρούσαν και θεωρούν γενέτειρα το ορεινό χωριό τους, ποτέ τα χειμαδιά. Οικογένειες ορεινών ημινομάδων άρχισαν να εισχωρούν και να αποκτούν κάποια μονιμότερη στέγη στο Βελεστίνο μετά την ερήμωση των χριστιανικών μαχαλάδων του, κατά την εποχή των Ορλοφικών (γύρω στα 1771) και κατά την Επανάσταση του 1821, ενώ οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, πολύ αργότερα. Άλλωστε, αν ο Ρήγας είχε έστω και κάποια μακρινή καταγωγή (ή είχε ακούσει αόριστες αναμνήσεις κάποιας μακρινής καταγωγής) από τους ορεινούς εκείνους πληθυσμούς που παραχείμαζαν στα βοσκοτόπια του Βελεστίνου, όταν συνέτασσε τον μεγάλο Χάρτη του και τον παραγέμιζε με άπειρες λεπτομέρειες, θα θυμόταν και θα σημείωνε δύο-τρία τουλάχιστον από τα ορεινά χωριά των ημινομαδικών εκείνων πληθυσμών. Δεν σημείωσε όμως κανένα. Τα χωριά της Πίνδου Περιβόλι , Σαμαρίνα, Αβδέλλα κ.λ.π. δεν αναγράφονται στον Χάρτη. Ο Ρήγας δεν ήξερε ούτε την ύπαρξή τους.
Στο βιβλίο του Ρήγα Νέος Ανάχαρσις (1797) προτάσσεται, όπως συνηθιζόταν, ένα εγκωμιαστικό επίγραμμα. Το αρχαιοελληνικό αυτό επίγραμμα (ανώνυμο) επιγράφεται “Εις τον Φεραίον Ρήγαν”. Είναι η πρώτη φορά που τον αποκαλούν Φεραίο (τέκνο των αρχαίων Φερών). Αργότερα επικράτησε, αποκλειστικά σχεδόν, το Φεραίος, ενώ ο ίδιος ο Ρήγας γραφόταν πάντοτε Βελεστινλής.
Τα πρώτα χρόνια.
Το Βελεστίνο, εύφορη περιοχή της Θεσσαλίας και κόμβος συγκοινωνιών, ήταν κατοικημένο από πολλούς Τούρκους. Στους χριστιανικούς μαχαλάδες του οι Έλληνες ζούσαν μια δύσκολη ζωή, εκτεθειμένοι σε καθημερινούς κινδύνους. Ο μικρός Ρήγας (γεννημένος το 1757) ήταν ίσως από ευκατάστατη οικογένεια γι’ αυτό και τον έστειλαν στο γειτονικό Πήλιο να μάθει γράμματα. Στη Ζαγορά του Πηλίου λειτουργούσε τότε το καλύτερο σχολείο της περιοχής. Είχαν φροντίσει και φρόντιζαν γι’ αυτό ταξιδεμένοι Ζαγοριανοί, ο συγχωριανός τους τέως πατριάρχής Καλλίνικος, ο οποίος είχε αποσυρθεί τότε στη γενέτειρα του, ο Ιωάννης Πρίγκος, που είχε φέρει από την Ευρώπη μια πλούσια βιβλιοθήκη κ.α. Ο Ρήγας βρήκε εκεί καλούς δασκάλους και πήρε την καλύτερη μόρφωση που μπορούσε να πάρει ένας φιλομαθής Θεσσαλός. Διδάχθηκε τα “καλά γραμματικά” της εποχής (θεμέλιο της εντυπωσιακής αρχαιογνωσίας την οποία μαρτυρούν τα έργα του), αλλά και κάποιες “επιστημονικές” γνώσεις (μια παλιά έκδοση αρχαίων κειμένων αστρονομίας, κοσμογραφίας κ.λ.π. είναι γεμάτη σημειώματα των μαθητικών του χρόνων). Ο Ρήγας ήταν 12 χρονών περίπου, όταν ξέσπασαν τα Ορλοφικά (1769-1774). Πόλεις και χωριά του θεσσαλικού κάμπου, ανάμεσά τους και το Βελεστίνο, δοκίμασαν την εκδικητική μανία τακτικών και ατάκτων. Σχετική ασφάλεια υπήρχε στα ορεινά χωριά του Πηλίου. Εκεί πρέπει να έμεινε ο Ρήγας ως το 1774 τουλάχιστον, οπότε ήταν πια 17 ή 18 χρονών. Λέγεται ότι, μετά την αποφοίτηση του από το σχολείο της Ζαγοράς, διετέλεσε και δάσκαλος για έναν χρόνο στο γειτονικό χωριό Κισσός. Τα μετέπειτα δημοσιεύματά του (Ανάχαρσις, χάρτες κ.α.) δείχνουν ότι, πριν ξενιτευτεί είχε περπατήσει μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας και ότι είχε τις αρχαιοδιφικές περιέργειες ορισμένων λογίων της εποχής ιδιαίτερα ανεπτυγμένες. Ίσως έμεινε στη Θεσσαλία ως τα 20 περίπου χρόνια του (1757-1777). Τα υπόλοιπα 20 χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη.
Στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), όταν ξανάνοιξαν οι δρόμοι και άρχισαν πάλι τα “καράβια τα ζαγοριανά” (γνωστά από το σχετικό δημοτικό τραγούδι) να διασχίζουν τις θάλασσες, πήρε κι ο Ρήγας τον δρόμο της ξενιτιάς. Πολλοί Πηλιορείτες ταξίδευαν τότε και ήταν άριστα εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Μερικοί ανηφόριζαν από κει και προς τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οι εγγράμματοι νέοι ήταν ευπρόσδεκτοι στις εμπορικές επιχειρήσεις των συμπατριωτών τους (εμποροϋπάλληλοι ή “καταστιχάριοι” στην αρχή και πολύ σύντομα συνέταιροι), καθώς και στα αρχοντόσπιτα ως οικοδιδάσκαλοι. Ιδιαίτερα περιζήτητοι ήταν οι γλωσσομαθείς (για την εμπορική αλληλογραφία και άλλες συναλλαγές). Γι’ αυτό και πολλοί συμπλήρωναν την μόρφωσή τους με την εκμάθηση ξένων γλωσσών (της ιταλικής κυρίως και της γαλλικής ). Έτσι, σταδιοδρομούσαν ως “γραμματικοί”, οικοδιδάσκαλοι κ.λ.π. προσλαμβανόμενοι κάποτε και σε αρχοντικά Φαναριωτών ηγεμόνων και άλλων ανώτατων αξιωματούχων, στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Το σημειώνει ήδη και ο Αθανάσιος Ψαλίδας στη Γεωγραφία του όπου, μιλώντας για τα χωριά του Πηλίου, προσθέτει ότι εδώ “εβγαίνουν και πολλοί γραμματικοί αφεντάδων εις την Πόλη και την Βλαχία”. Τέτοια ήταν περίπου και η σταδιοδρομία του Ρήγα στην Κωνσταντινούπολη και το Βουκουρέστι.
Στη Βλαχία.
Στη Βλαχία.
Πότε και πως ανηφόρισε ο Ρήγας από την Κωνσταντινούπολη στο Βουκουρέστι δεν είναι εξακριβωμένο. Η παλαιότερη σίγουρη μαρτυρία βρίσκεται σε μια υποσημείωση του βιβλίου του Νέος Ανάχαρσις όπου παρεκβατικά σημειώνει ότι τον Απρίλιο του 1788 έτυχε να βρίσκεται στη γέφυρα του Δούναβη, στο Γιούργεβο. Σε κάποιο έγγραφο, κάπως μεταγενέστερο (του 1798), υπάρχει η πληροφορία ότι ο Ρήγας είχε ανεβεί στο Βουκουρέστι πολύ νωρίτερα και είχε υπηρετήσει στην Αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικολάου Καρατζά (1782-1783). Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν ξέραμε κάτι περισσότερο για ενδεχόμενες σχέσεις του Ρήγα με το φωτισμένο αυτό Φαναριώτη, ο οποίος μετέφρασε ένα πολύτομο έργο του Βολταίρου και διάφορα κείμενα Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών. Ένας Ρήγας που αναγράφεται σε κάποιο έγγραφο του 1785, ανάμεσα σε άλλους κατοίκους του Βουκουρεστίου δεν αποκλείεται να είναι ο δικός μας. Όπως κι αν είναι, έγγραφα του έτους 1788 μαρτυρούν ότι ο Ρήγας είχε εγκατασταθεί στη Βλαχία κάμποσα χρόνια πιο πριν. Το 1788 είχε ήδη και ένα μεγάλο κτήμα στον κάμπο της Βλαχίας, κτήμα με πολλά υποστατικά, κοπάδια κ.λ.π. Στα έγγραφα της εποχής μνημονεύεται συνήθως ως “Ρήγας γραμματικός”. Ένας “γραμματικός” μπορούσε να είναι και υπάλληλος της ηγεμονικής Αυλής, αλλά και ελεύθερος επαγγελματίας (ιδιαίτερος γραμματέας, μεταφραστής, διερμηνέας, διεκπεραιωτής διοικητικών ή δικαστικών υποθέσεων κ.α.).
Πέρα απ’ όλα αυτά, η γενική διαπίστωση που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι ο Ρήγας στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι συμπλήρωσε την κατάρτισή του, έμαθε ξένες γλώσσες και ξανάνοιξε τους ορίζοντές του. Με τις πνευματικές και τις άλλες του ικανότητες κατόρθωσε να σταδιοδρομήσει στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και να αναδειχθεί. Τριάντα χρονών περίπου, ήταν ήδη αρκετά ευκατάστατος, γνωστός στην “καλή κοινωνία” των Φαναριωτών και των βογιάρων της Βλαχίας, συνόμιλος των κύκλων της Ηγεμονικής Ακαδημίας (ανώτατης τότε σχολής) στο Βουκουρέστι και των εκεί “φωτισμένων” λογίων.
Στη Βιέννη.
Πέρα απ’ όλα αυτά, η γενική διαπίστωση που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι ο Ρήγας στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι συμπλήρωσε την κατάρτισή του, έμαθε ξένες γλώσσες και ξανάνοιξε τους ορίζοντές του. Με τις πνευματικές και τις άλλες του ικανότητες κατόρθωσε να σταδιοδρομήσει στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και να αναδειχθεί. Τριάντα χρονών περίπου, ήταν ήδη αρκετά ευκατάστατος, γνωστός στην “καλή κοινωνία” των Φαναριωτών και των βογιάρων της Βλαχίας, συνόμιλος των κύκλων της Ηγεμονικής Ακαδημίας (ανώτατης τότε σχολής) στο Βουκουρέστι και των εκεί “φωτισμένων” λογίων.
Στη Βιέννη.
Το 1790 ο Ρήγας είχε την ευκαιρία να βρεθεί για έξι περίπου μήνες στη Βιέννη. Τον πήρε μαζί του από το Βουκουρέστι, ως διερμηνέα και “γραμματικό” του ένας ανώτερος αξιωματούχος, ο Μέγας Σερδάρης Χριστόδουλος Κιρλιάνος, ο οποίος, για τις εκδουλεύσεις που είχε προσφέρει στους Αυστριακούς, τιμήθηκε από τον Αυτοκράτορα με τίτλο ευγενείας και έγινε Βαρώνος του Λάνγκεφελτ (de Langenfeld). Ένα κατάστιχο καθημερινών δαπανών δείχνει ότι, το καλοκαίρι του 1790, ο Ρήγας, συνοδός και διερμηνέας του Βαρώνου, έζησε μαζί του την μεγάλη ζωή της Βιέννης και είχε εκεί υψηλές γνωριμίες (ξεναγήσεις στα αξιοθέατα, βιβλιοθήκες, μουσεία, θέατρα κ.α., συναντήσεις με αυλικούς, δεκτοί σε ακρόαση από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα κ.α.π.). Το πρώτο μέλημα όμως του Ρήγα, μόλις έφθασε στη Βιέννη, ήταν να κατευθυνθεί στα εκεί τυπογραφεία και να παραδώσει για έκδοση τα χειρόγραφα δύο βιβλίων που έφερνε μαζί του.
Τα πρώτα βιβλία.
Τα πρώτα βιβλία.
Το 1790 τυπώνονται στη Βιέννη δύο βιβλία του Ρήγα και αναγγέλλεται και η προσεχής έκδοση ενός τρίτου. Το πρώτο, με τον τίτλο Σχολείον των ντελικάτων εραστών, περιέχει έξι διηγήματα του Retif de la Bretonne μεταφρασμένα από τα Γαλλικά και εμπλουτισμένα με στίχους φαναριώτικων τραγουδιών της εποχής. Λογοτεχνικά κείμενα αυτού του είδους (ιδίως γαλλικά) ήταν από τα προσφιλή αναγνώσματα της φαναριώτικης νεολαίας. Μεταφρασμένα και τυπωμένα, όμως, πρώτος ο Ρήγας τόλμησε να τα παρουσιάσει. Το Σχολείον των ντελικάτων εραστών (1790) υπήρξε το πρότυπο των πρώτων νεοελληνικών διηγημάτων αυτού του είδους, που βγήκαν δυο χρόνια αργότερα, ανώνυμα, με τον τίτλο Έρωτος αποτελέσματα (1792). Πρόκειται για τρεις “ιστορίες” (=διηγήματα) παραγεμισμένες με 135 φαναριώτικα τραγούδια.
Το δεύτερο βιβλίο που τύπωσε τον ίδιο χρόνο ο Ρήγας είναι το Φυσικής Απάνθισμα(1790).Είναι ένα εράνισμα από γαλλικά και γερμανικά εγχειρίδια αστρονομίας και φυσικής, γραμμένο στην απλή γλώσσα για την εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων, σύμφωνα με τις ιδέες των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών και εκδιδόμενο ως συμβολή σε μια συντονισμένη προσπάθεια, στην οποία ο Ρήγας καλεί όλους να συμβάλλουν, ώστε “βοηθούμενον πανταχόθεν, να αναλάβει το πεπτωκός Ελληνικόν Γένος” (σ’ αυτό το βιβλίο παραθέτει και την επιγραμματική φράση “Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”).
Το τρίτο βιβλίο, το οποίο αναγγέλεται ως “μισομεταφρασμένο”, ήταν Το πνεύμα των Νόμων του Μοντεσκιέ, σύγγραμμα-σταθμός στην ιστορία των πολιτικών θεωριών και θεωρητικό υπόβαθρο των προδρόμων και των πρωτεργατών της Γαλλικής Επανάστασης. (Η μετάφραση αυτή του Ρήγα δεν είδε ποτέ το φως).
Στη Βλαχία.
Το δεύτερο βιβλίο που τύπωσε τον ίδιο χρόνο ο Ρήγας είναι το Φυσικής Απάνθισμα(1790).Είναι ένα εράνισμα από γαλλικά και γερμανικά εγχειρίδια αστρονομίας και φυσικής, γραμμένο στην απλή γλώσσα για την εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων, σύμφωνα με τις ιδέες των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών και εκδιδόμενο ως συμβολή σε μια συντονισμένη προσπάθεια, στην οποία ο Ρήγας καλεί όλους να συμβάλλουν, ώστε “βοηθούμενον πανταχόθεν, να αναλάβει το πεπτωκός Ελληνικόν Γένος” (σ’ αυτό το βιβλίο παραθέτει και την επιγραμματική φράση “Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”).
Το τρίτο βιβλίο, το οποίο αναγγέλεται ως “μισομεταφρασμένο”, ήταν Το πνεύμα των Νόμων του Μοντεσκιέ, σύγγραμμα-σταθμός στην ιστορία των πολιτικών θεωριών και θεωρητικό υπόβαθρο των προδρόμων και των πρωτεργατών της Γαλλικής Επανάστασης. (Η μετάφραση αυτή του Ρήγα δεν είδε ποτέ το φως).
Στη Βλαχία.
Τον Ιανουάριο του 1791 ο Ρήγας επέστρεφε και πάλι στο Βουκουρέστι. Όσα συμπτωματικά γνωρίζουμε για την περίοδο αυτή της ζωής του μας πληροφορούν ότι είχε κοντά του την μητέρα του και έναν αδελφό ονομαζόμενο Κωστή, ότι ήταν άγαμος, πηγαινοερχόταν στο κτήμα του, ήταν αρκετά γνωστός, είχε πολλές σχέσεις με τους εκεί Γάλλους κ.α.
Και πάλι στη Βιέννη. Ο Ρήγας ξαναπηγαίνει στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1796. Εκεί τυπώνει, πρώτα, μια σειρά από χάρτες : την μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος (1796-1797), έναν Χάρτη της Βλαχίας (1797) και έναν Χάρτη της Μολδαβίας (1797). Η μεγάλη δωδεκάφυλλη Χάρτα της Ελλάδος (δώδεκα φύλλα σε άτλαντα μεγάλου σχήματος, που γίνονται και ενιαίος χάρτης 4 τετραγωνικών μέτρων) είναι ένας ιστορικός και γεωγραφικός πίνακας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νέου Ελληνισμού, εμπλουτισμένος με άφθονα στοιχεία αρχαιογνωσίας : αρχαίες ονομασίες πόλεων, χωρών ποταμών κ.τ.λ., επισήμανση αρχαιολογικών χώρων κ.α. Παρένθετα σημειώματα και αλληγορικές παραστάσεις συμπληρώνουν το εύγλωττο εθνεγερτικό μήνυμα της Χάρτας, που ήταν καρπός πολύμοχθης εργασίας και μνημειώδες για την εποχή του εκδοτικό επίτευγμα. Παράλληλα, τύπωσε τότε ο Ρήγας μια χαλκογραφία με την προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πλαισιωμένη από σκηνές μαχών και άλλες παραστάσεις, με σύντομο ιστορικό υπόμνημα. Ο Μεγαλέξανδρος των λαϊκών θρύλων ήταν για τους υπόδουλους ο αναμενόμενος πάντοτε τιμωρός των Ασιατών.
Τις ίδιες ευαίσθητες χορδές της πατραγαθίας άγγιζε το βιβλίο Ηθικός Τρίπους, ένα τρίπτυχο μεταφράσεων από την ιταλική, την γαλλική και την γερμανική λογοτεχνία (περιλάμβανε τα Ολύμπια, δράμα του Ιταλού Μεταστάζιο, την Βοσκοπούλα των Άλπεων του Γάλλου Μαρμοντέλ και τον Πρώτο Ναύτη του Γκέσνερ, μετάφραση από τα Γερμανικά του Αντωνίου Κορωνιού). Με τον τρόπο που είναι παρουσιασμένα (με κάποιους προλόγους, σημειώσεις κ.τ.λ.) όλα σχεδόν αυτά τα κείμενα έπαιρναν τελικά πατριωτικό χαρακτήρα.
“Ως πότε παληκάρια...”. Ο Ρήγας είχε ζήσει και ζούσε από κοντά τα μεγάλα γεγονότα της εποχής του : έφηβος ακόμη στην Θεσσαλία είχε ζήσει τα Ορλοφικά, τον αναβρασμό του πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1796-1774) και τις φοβερές αντεκδικήσεις τακτικών και ατάκτων στιφών που κατέβαιναν να καταπνίξουν τις επαναστατικές κινήσεις των ραγιάδων. Στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αργότερα, έζησε από κοντά τον “πόλεμο των τριών ιμπεριών” (Ρωσία και Αυστρία κατά της Τουρκίας, 1787-1792). Ο τερματισμός του πολέμου αποκάρδιωσε και πάλι τους ραγιάδες του Σουλτάνου. Σε λίγο όμως αναπτέρωνε τις ελπίδες των λαών η επαναστατική Γαλλία : οι “τυραννομάχοι” Γάλλοι κατατρόπωναν σε όλα τα μέτωπα τις δυνάμεις των συνασπισμένων μοναρχιών της Ευρώπης, οι νικηφόρες στρατιές του Βοναπάρτη ξεχύνονταν στη Ιταλία, κατέλυαν εξουσίες αιώνων και εγκαθίδρυαν δημοκρατικά καθεστώτα, γαλλικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στα Επτάνησα (Ιούνιος 1797). Στους πατριωτικούς κύκλους των Ελλήνων, που τους ενθουσίαζε το θριαμβικό “Allons enfants de la Patrie” και η ελληνική του απόδοση αντιλαλεί “Δεύτε παίδες των Ελλήνων” (η γαλλική και η ελληνική “Μασσαλιώτισσα”), αντιλαλεί επίσης ο Θούριος του Ρήγα : “Ως πότε παληκάρια...”. Οι στίχοι του εξαγγέλλουν την οριστική απόφαση του ξεσηκωμού (“Καλύτερα μιας ώρα ελεύθερη ζωή...”) και οι πατριώτες απαγγέλλουν τον όρκο τους :
“Ω Βασιλευ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε ,στη γνώμη των τυράννων να μην ελθώ ποτέ...”.
Αλλά το ενθουσιαστικό αυτό τραγούδι (που τραγουδιέται και χορεύεται σε λεβέντικους δημοτικούς ρυθμούς) είναι συνάμα και έμμετρη επαναστατική προκήρυξη, προσκλητήριο όλων των συνυπόδουλων στον κοινό αγώνα :
“Βούλγαροι, Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,για την ελευθερία να ζώσωμεν σπαθί...”.
Ο Ρήγας αναπτύσσει την εποχή αυτή ηγετικές πρωτοβουλίες : ικανός να εμπνέει και να συναρπάζει, είναι συνάμα ο πολιτικός νους μιας Επανάστασης μεγάλων διαστάσεων, ο οποίος σκέπτεται όχι μόνον τα πρώτα, αλλά και τα επόμενα βήματά της. Βλέπει ότι μια τοπική εξέγερση δεν ήταν δύσκολη. Βλέπει όμως συνάμα ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Το ένα χέρι θα ύψωνε την σημαία της Επανάστασης και το άλλο θα ζητούσε την συνδρομή της δημοκρατικής Γαλλίας (η οποία είχε διακηρύξει και εξακολουθούσε να διακηρύσσει ότι είναι “φυσική σύμμαχος και βοηθός όλων των ελευθέρων λαών). Ο ελληνικός λαός και όλοι οι συνυπόδουλοι λαοί, που θα αποτινάξουν τον ζυγό του Σουλτάνου, έπρεπε να εγκαθιδρύσουν και να οργανώσουν την ελεύθερη δημοκρατική πολιτεία τους. Αυτό ακριβώς απασχολεί την σκέψη του Ρήγα και αυτό προετοιμάζει. Πριν ξεκινήσει από την Βιέννη για να κατεβεί στην Ελλάδα (περνώντας από την Ιταλία, όπου θα επιδίωκε μια επαφή με τον Βοναπάρτη), τον Οκτώβριο του 1797, τυπώνει μυστικά σε χιλιάδες αντίτυπα την Διακήρυξη που θα απευθύνει, προς όλες τις κατευθύνσεις, η Επανάσταση (για να γνωστοποιήσει τα κίνητρα, τις αρχές και τους στόχους της, που την νομιμοποιούν απέναντι όλων), συνοδευόμενη από τον Καταστατικό Χάρτη της δημοκρατικής κοινοπολιτείας που θα εγκαθιδρυθεί στην ελεύθερη επικράτεια και θα ονομάζεται “Ελληνική Δημοκρατία”.
Το επαναστατικό αυτό έντυπο που τύπωσε ο Ρήγας αρχίζει με μια φλογερή και μεγαλειώδη Διακήρυξη : “ Ο λαός απόγονος των Ελλήνων, όπου κατοικεί την Ρούμελην [=την ελληνική χερσόνησο], την Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους νήσους, την Βλαχομπογδανίαν και όλοι όσοι στενάζουν από τη δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωράτου ζυγού [...], χριστιανοί και τούρκοι, χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας [...], εκτινάζοντες ανδρικώς τον ουτιδανόν ζυγόν του Δεσποτισμού και εναγκαλιζόμενοι την πολύτιμον Ελευθερίαν των ενδόξων προπατόρων των”, διακηρύσσουν “ενώπιον πάσης της Οικουμένης” την απόφασή τους και προχωρούν στην συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας. Ακολουθούν τα Δίκαια του ανθρώπου, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου κι του πολίτη, όπως την είχαν διατυπώσει οι εθνοσυνελεύσεις της επαναστατικής Γαλλίας, προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες της εποχής, με πολλές προσθήκες και επεξηγήσεις (άρθρα 35). Πρώτα, τα “φυσικά δίκαια” : η ισότητα, η ασφάλεια, η περιουσία κ.τ.λ. “Όλοι οι άνθρωποι, χριστιανοί και τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι” (αρθρ. 3). “Ο Νόμος είναι εκείνη η ελευθέρα απόφασις όπου με την συγκατάθεσιν όλου του λαού έγινεν” (αρθρ. 4). “Η Ελευθερία είναι εκείνη η δύναμις όπου έχει ο άνθρωπος εις το να κάνη όλον εκείνο όπου δεν βλάπτει εις τα δίκαια [=δικαιώματα] των γειτόνων του” (αρθρ.6). “Το δίκαιον [= δικαίωμα] του να φανερώνωμεν την γνώμη μας και τους συλλογισμούς μας τόσον με την τυπογραφίαν, όσον και με άλλον τρόπον το δίκαιον του να συναθροιζώμεθα ειρηνικώς η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας [...] δεν είναι εμποδισμένα...” (αρθρ. 7). Ο Ρήγας πρόσθεσε και διατάξεις που δεν υπήρχαν στα πρότυπά του : “Όλοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία εις όλα τα χωρία, δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία...” (αρθρ. 22).
Η μόρφωση δηλ. όχι μόνο ως δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση όλων. Δημόσια σχολεία παντού, “εις όλα τα χωρία”, και όχι μόνον “δια τα αρσενικά” αλλά και “τα θηλυκά παιδία”. Ισοτιμία των δύο φύλλων, αφού, όπως δείχνουν άλλες διατάξεις, και οι γυναίκες στρατεύονται. Τολμηρή προσθήκη στο τέλος η “σεισάχθεια” του Σόλωνα : καταργούνται τα χρέη, των κοινοτήτων και των πολιτών, όσα “εχρεωστούντο, παρθέντα προ πέντε χρόνων” κ.τ.λ. (αρθρ. 35).
Το κυρίως Σύνταγμα που ακολουθεί (άρθρα 124, διατυπωμένο και αυτό κατά τα πρότυπα των δημοκρατικών Συνταγμάτων της επαναστατικής Γαλλίας, περιέχει επίσης αξιόλογες προσθήκες : “Ο αυτοκράτωρ [=ο κυρίαρχος] λαός είναι όλοι [...] χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας ή διαλέκτου, Έλληνες, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς” (αρθρ. 7) κ.π.α.
Τα κιβώτια με τα επαναστατικά έντυπα στάλθηκαν, ως εμπορεύματα δήθεν, από τη Βιέννη στην Τεργέστη, λιμάνι τότε της Αυστρίας, όπου έφθασε σε λίγο (8/19 Δεκεμβρίου 1797) και ο ίδιος ο Ρήγας. Τα κιβώτια όμως είχαν περιέλθει ήδη στα χέρια αυστριακών αρχών. Έτσι ο Ρήγας συλλαμβάνεται και αρχίζουν οι ανακρίσεις. Ειδοποιείται αμέσως ο υπουργός της Αστυνομίας στην Βιέννη, ο οποίος το ίδιο βράδυ (13/24 Δεκεμβρίου διενεργεί τις πρώτες συλλήψεις των εκεί “συνενόχων” και την επομένη ενημερώνει τον Αυτοκράτορα για την “συνωμοσία” των Ελλήνων την οποία και σπεύδει να χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά επικίνδυνη, μεγάλων διαστάσεων και από μακρού προετοιμασμένη. Ο Ρήγας την παραμονή της μεταγωγής του για τη Βιέννη (30 Δεκεμβρίου), επιχειρεί να αυτοκτονήσει (αλυσόδετος, κάτω από την κουβέρτα του, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση, βύθισε επανειλημμένα στο στήθος του ένα κοντυλομάχαιρο” που βρήκε, αλλά η καρδιά του έμεινε άτρωτη). Τον ξεκίνησαν τελικά για τη Βιέννη στις 5 Φεβρουαρίου όπου έφθασε στις 14.
Οι συλλήψεις είχαν επεκταθεί, στο μεταξύ, σε ευρύτερους κύκλους Ελλήνων της αυστριακής επικράτειας (στη Βιέννη, την Τεργέστη, την Πέστη, στο Σεμλίνο κ.α.). και οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν στη Βιέννη άλλους δύο μήνες. Τα σχετικά έγγραφα, που έφερε η αρχειακή έρευνα στο φως, δείχνουν ότι οι ανακρίσεις συγκέντρωσαν και κατέγραψαν όλα τα “ενοχοποιητικά” στοιχεία (κατέγραψαν επίσης, ψυχρά, τις θαρραλέες ομολογίες του Ρήγα και των στενών συνεργατών του), αλλά φάνηκε τελικά ότι το “έγκλημα” θα έμενε ουσιαστικά ατιμώρητο, αν η υπόθεση κατέληγε στα τακτικά δικαστήρια. Ήταν όμως μια ευκαιρία για την Αυστρία να δείξει τις καλές της διαθέσεις απέναντι στη γειτονική της Οθωμανική Αυτοκρατορία και να της προσφέρει μια “εκδούλευση”, με την προσδοκία κάποιων ανταλλαγμάτων. Έτσι, από τους Οθωμανούς υπηκόους, οκτώ, οι περισσότερο ένοχοι, αποφασίστηκε να παραδοθούν στην Τουρκία. Από τους άλλους, που είχαν αποκτήσει την αυστριακή υπηκοότητα, έξι αποφασίστηκε (28 Απριλίου 1798) να απελαθούν από την επικράτεια της Αυστρίας (ανάμεσά τους και ο Μαρκίδης Πούλιος, ο εκδότης της ελληνικής Εφημερίδος, στο τυπογραφείο της οποίας είχαν τυπωθεί και τα επαναστατικά έντυπα του Ρήγα). Ισχυρή φρουρά παρέλαβε, σιδηροδεμένους, τον Ρήγα και εφτά συντρόφους του από τις φυλακές της Βιέννης (27 Απριλίου), τους οδήγησε στο Σεμλίνο (Zemun), παραδουνάβιο φρούριο της Αυστρίας τότε, και στις 10 Μαΐου τους παρέδωσε στο αντικρινό φρούριο του Βελιγραδίου, στον εκεί Τούρκο διοικητή.
Ύστερα από 40 περίπου μέρες βασανιστηρίων, ήρθε το σχετικό φιρμάνι από την Κωνσταντινούπολη και τους θανάτωσαν (λέγεται ότι τους στραγγάλισαν, πέταξαν τα κορμιά τους στο Δούναβη και διέδωσαν ότι είχαν δραπετεύσει). Η θανάτωση τους έγινε, πιθανότατα, στις 13/24 Ιουνίου 1798. Μαζί με τον Ρήγα θανατώθηκαν : ο Χιώτης μεγαλέμπορος της Βιέννης Ευστράτιος Αργέντης, ετών 31, ο Γιαννιώτης γιατρός Δημήτριος Νικολίδης, ετών 32, ο Χιώτης Αντώνιος Κορωνιός, ετών 27, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής της ιατρικής από την Καστοριά, ετών 24, ο αδελφός του Παναγιώτης, ετών 22, ο Θεοχάρης Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα, ετών 22, και ο Κύπριος Ιωάννης Καρατζάς, ετών 31.
Το εθνεγερτικό σάλπισμα και το μαρτύριο του Ρήγα συγκίνησαν βαθύτατα το υπόδουλο Γένος. Η Φιλική Εταιρεία (1814) και οι αγωνιστές του Εικοσιένα τον αναγνώρισαν πρόδρομο και πρωτομάρτυρα της ελευθερίας. Τα τραγούδια του Ρήγα (τα δικά του και όσα του αποδόθηκαν) είχαν μεγάλη διάδοση και απήχηση. Εθνικοαπελευθερωτικοί και αλυτρωτικοί αγώνες, προσπάθειες για βαλκανική συνεργασία, κινήσεις για συνταγματικές ελευθερίες ή για δημοκρατικό πολίτευμα, απόστολοι της μεγάλης ιδέας, υπέρμαχοι του δημοτικισμού, λαϊκά κινήματα κ.λ.π., όλοι και όλα, κατά καιρούς, το όνομα και τα οράματα του Ρήγα επικαλούνται. Ο Ρήγας έγινε και παραμένει ένα σύμβολο, ήρωας που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για εθνικά και πανανθρώπινα ιδεώδη.
Η επιστημονική έρευνα για τον Ρήγα, που άρχισε μόλις το 1891, όταν ήλθαν στο φως τα πρώτα σχετικά έγγραφα των αυστριακών αρχείων, διέλυσε κάποιους ποιητικούς θρύλους, αλλά μας έφερε πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και εδραιώνει τον Ρήγα στο ψηλό βάθρο, όπου τον τοποθέτησε η παράδοση. Η μελέτη των έργων του, ιδιαίτερα τον ανέδειξε και πρόδρομο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στοχαστή και οραματιστή, που το κήρυγμά του δεν συνοψίζεται μόνον στο “Ως πότε παλληκάρια” και στο “Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή”, αλλά και στο “Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”.
Και πάλι στη Βιέννη. Ο Ρήγας ξαναπηγαίνει στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1796. Εκεί τυπώνει, πρώτα, μια σειρά από χάρτες : την μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος (1796-1797), έναν Χάρτη της Βλαχίας (1797) και έναν Χάρτη της Μολδαβίας (1797). Η μεγάλη δωδεκάφυλλη Χάρτα της Ελλάδος (δώδεκα φύλλα σε άτλαντα μεγάλου σχήματος, που γίνονται και ενιαίος χάρτης 4 τετραγωνικών μέτρων) είναι ένας ιστορικός και γεωγραφικός πίνακας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νέου Ελληνισμού, εμπλουτισμένος με άφθονα στοιχεία αρχαιογνωσίας : αρχαίες ονομασίες πόλεων, χωρών ποταμών κ.τ.λ., επισήμανση αρχαιολογικών χώρων κ.α. Παρένθετα σημειώματα και αλληγορικές παραστάσεις συμπληρώνουν το εύγλωττο εθνεγερτικό μήνυμα της Χάρτας, που ήταν καρπός πολύμοχθης εργασίας και μνημειώδες για την εποχή του εκδοτικό επίτευγμα. Παράλληλα, τύπωσε τότε ο Ρήγας μια χαλκογραφία με την προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πλαισιωμένη από σκηνές μαχών και άλλες παραστάσεις, με σύντομο ιστορικό υπόμνημα. Ο Μεγαλέξανδρος των λαϊκών θρύλων ήταν για τους υπόδουλους ο αναμενόμενος πάντοτε τιμωρός των Ασιατών.
Τις ίδιες ευαίσθητες χορδές της πατραγαθίας άγγιζε το βιβλίο Ηθικός Τρίπους, ένα τρίπτυχο μεταφράσεων από την ιταλική, την γαλλική και την γερμανική λογοτεχνία (περιλάμβανε τα Ολύμπια, δράμα του Ιταλού Μεταστάζιο, την Βοσκοπούλα των Άλπεων του Γάλλου Μαρμοντέλ και τον Πρώτο Ναύτη του Γκέσνερ, μετάφραση από τα Γερμανικά του Αντωνίου Κορωνιού). Με τον τρόπο που είναι παρουσιασμένα (με κάποιους προλόγους, σημειώσεις κ.τ.λ.) όλα σχεδόν αυτά τα κείμενα έπαιρναν τελικά πατριωτικό χαρακτήρα.
“Ως πότε παληκάρια...”. Ο Ρήγας είχε ζήσει και ζούσε από κοντά τα μεγάλα γεγονότα της εποχής του : έφηβος ακόμη στην Θεσσαλία είχε ζήσει τα Ορλοφικά, τον αναβρασμό του πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1796-1774) και τις φοβερές αντεκδικήσεις τακτικών και ατάκτων στιφών που κατέβαιναν να καταπνίξουν τις επαναστατικές κινήσεις των ραγιάδων. Στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αργότερα, έζησε από κοντά τον “πόλεμο των τριών ιμπεριών” (Ρωσία και Αυστρία κατά της Τουρκίας, 1787-1792). Ο τερματισμός του πολέμου αποκάρδιωσε και πάλι τους ραγιάδες του Σουλτάνου. Σε λίγο όμως αναπτέρωνε τις ελπίδες των λαών η επαναστατική Γαλλία : οι “τυραννομάχοι” Γάλλοι κατατρόπωναν σε όλα τα μέτωπα τις δυνάμεις των συνασπισμένων μοναρχιών της Ευρώπης, οι νικηφόρες στρατιές του Βοναπάρτη ξεχύνονταν στη Ιταλία, κατέλυαν εξουσίες αιώνων και εγκαθίδρυαν δημοκρατικά καθεστώτα, γαλλικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στα Επτάνησα (Ιούνιος 1797). Στους πατριωτικούς κύκλους των Ελλήνων, που τους ενθουσίαζε το θριαμβικό “Allons enfants de la Patrie” και η ελληνική του απόδοση αντιλαλεί “Δεύτε παίδες των Ελλήνων” (η γαλλική και η ελληνική “Μασσαλιώτισσα”), αντιλαλεί επίσης ο Θούριος του Ρήγα : “Ως πότε παληκάρια...”. Οι στίχοι του εξαγγέλλουν την οριστική απόφαση του ξεσηκωμού (“Καλύτερα μιας ώρα ελεύθερη ζωή...”) και οι πατριώτες απαγγέλλουν τον όρκο τους :
“Ω Βασιλευ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε ,στη γνώμη των τυράννων να μην ελθώ ποτέ...”.
Αλλά το ενθουσιαστικό αυτό τραγούδι (που τραγουδιέται και χορεύεται σε λεβέντικους δημοτικούς ρυθμούς) είναι συνάμα και έμμετρη επαναστατική προκήρυξη, προσκλητήριο όλων των συνυπόδουλων στον κοινό αγώνα :
“Βούλγαροι, Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,για την ελευθερία να ζώσωμεν σπαθί...”.
Ο Ρήγας αναπτύσσει την εποχή αυτή ηγετικές πρωτοβουλίες : ικανός να εμπνέει και να συναρπάζει, είναι συνάμα ο πολιτικός νους μιας Επανάστασης μεγάλων διαστάσεων, ο οποίος σκέπτεται όχι μόνον τα πρώτα, αλλά και τα επόμενα βήματά της. Βλέπει ότι μια τοπική εξέγερση δεν ήταν δύσκολη. Βλέπει όμως συνάμα ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Το ένα χέρι θα ύψωνε την σημαία της Επανάστασης και το άλλο θα ζητούσε την συνδρομή της δημοκρατικής Γαλλίας (η οποία είχε διακηρύξει και εξακολουθούσε να διακηρύσσει ότι είναι “φυσική σύμμαχος και βοηθός όλων των ελευθέρων λαών). Ο ελληνικός λαός και όλοι οι συνυπόδουλοι λαοί, που θα αποτινάξουν τον ζυγό του Σουλτάνου, έπρεπε να εγκαθιδρύσουν και να οργανώσουν την ελεύθερη δημοκρατική πολιτεία τους. Αυτό ακριβώς απασχολεί την σκέψη του Ρήγα και αυτό προετοιμάζει. Πριν ξεκινήσει από την Βιέννη για να κατεβεί στην Ελλάδα (περνώντας από την Ιταλία, όπου θα επιδίωκε μια επαφή με τον Βοναπάρτη), τον Οκτώβριο του 1797, τυπώνει μυστικά σε χιλιάδες αντίτυπα την Διακήρυξη που θα απευθύνει, προς όλες τις κατευθύνσεις, η Επανάσταση (για να γνωστοποιήσει τα κίνητρα, τις αρχές και τους στόχους της, που την νομιμοποιούν απέναντι όλων), συνοδευόμενη από τον Καταστατικό Χάρτη της δημοκρατικής κοινοπολιτείας που θα εγκαθιδρυθεί στην ελεύθερη επικράτεια και θα ονομάζεται “Ελληνική Δημοκρατία”.
Το επαναστατικό αυτό έντυπο που τύπωσε ο Ρήγας αρχίζει με μια φλογερή και μεγαλειώδη Διακήρυξη : “ Ο λαός απόγονος των Ελλήνων, όπου κατοικεί την Ρούμελην [=την ελληνική χερσόνησο], την Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους νήσους, την Βλαχομπογδανίαν και όλοι όσοι στενάζουν από τη δυσφορωτάτην τυραννίαν του Οθωμανικού βδελυρωράτου ζυγού [...], χριστιανοί και τούρκοι, χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας [...], εκτινάζοντες ανδρικώς τον ουτιδανόν ζυγόν του Δεσποτισμού και εναγκαλιζόμενοι την πολύτιμον Ελευθερίαν των ενδόξων προπατόρων των”, διακηρύσσουν “ενώπιον πάσης της Οικουμένης” την απόφασή τους και προχωρούν στην συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας. Ακολουθούν τα Δίκαια του ανθρώπου, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου κι του πολίτη, όπως την είχαν διατυπώσει οι εθνοσυνελεύσεις της επαναστατικής Γαλλίας, προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες της εποχής, με πολλές προσθήκες και επεξηγήσεις (άρθρα 35). Πρώτα, τα “φυσικά δίκαια” : η ισότητα, η ασφάλεια, η περιουσία κ.τ.λ. “Όλοι οι άνθρωποι, χριστιανοί και τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι” (αρθρ. 3). “Ο Νόμος είναι εκείνη η ελευθέρα απόφασις όπου με την συγκατάθεσιν όλου του λαού έγινεν” (αρθρ. 4). “Η Ελευθερία είναι εκείνη η δύναμις όπου έχει ο άνθρωπος εις το να κάνη όλον εκείνο όπου δεν βλάπτει εις τα δίκαια [=δικαιώματα] των γειτόνων του” (αρθρ.6). “Το δίκαιον [= δικαίωμα] του να φανερώνωμεν την γνώμη μας και τους συλλογισμούς μας τόσον με την τυπογραφίαν, όσον και με άλλον τρόπον το δίκαιον του να συναθροιζώμεθα ειρηνικώς η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας [...] δεν είναι εμποδισμένα...” (αρθρ. 7). Ο Ρήγας πρόσθεσε και διατάξεις που δεν υπήρχαν στα πρότυπά του : “Όλοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία εις όλα τα χωρία, δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία...” (αρθρ. 22).
Η μόρφωση δηλ. όχι μόνο ως δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση όλων. Δημόσια σχολεία παντού, “εις όλα τα χωρία”, και όχι μόνον “δια τα αρσενικά” αλλά και “τα θηλυκά παιδία”. Ισοτιμία των δύο φύλλων, αφού, όπως δείχνουν άλλες διατάξεις, και οι γυναίκες στρατεύονται. Τολμηρή προσθήκη στο τέλος η “σεισάχθεια” του Σόλωνα : καταργούνται τα χρέη, των κοινοτήτων και των πολιτών, όσα “εχρεωστούντο, παρθέντα προ πέντε χρόνων” κ.τ.λ. (αρθρ. 35).
Το κυρίως Σύνταγμα που ακολουθεί (άρθρα 124, διατυπωμένο και αυτό κατά τα πρότυπα των δημοκρατικών Συνταγμάτων της επαναστατικής Γαλλίας, περιέχει επίσης αξιόλογες προσθήκες : “Ο αυτοκράτωρ [=ο κυρίαρχος] λαός είναι όλοι [...] χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας ή διαλέκτου, Έλληνες, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς” (αρθρ. 7) κ.π.α.
Τα κιβώτια με τα επαναστατικά έντυπα στάλθηκαν, ως εμπορεύματα δήθεν, από τη Βιέννη στην Τεργέστη, λιμάνι τότε της Αυστρίας, όπου έφθασε σε λίγο (8/19 Δεκεμβρίου 1797) και ο ίδιος ο Ρήγας. Τα κιβώτια όμως είχαν περιέλθει ήδη στα χέρια αυστριακών αρχών. Έτσι ο Ρήγας συλλαμβάνεται και αρχίζουν οι ανακρίσεις. Ειδοποιείται αμέσως ο υπουργός της Αστυνομίας στην Βιέννη, ο οποίος το ίδιο βράδυ (13/24 Δεκεμβρίου διενεργεί τις πρώτες συλλήψεις των εκεί “συνενόχων” και την επομένη ενημερώνει τον Αυτοκράτορα για την “συνωμοσία” των Ελλήνων την οποία και σπεύδει να χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά επικίνδυνη, μεγάλων διαστάσεων και από μακρού προετοιμασμένη. Ο Ρήγας την παραμονή της μεταγωγής του για τη Βιέννη (30 Δεκεμβρίου), επιχειρεί να αυτοκτονήσει (αλυσόδετος, κάτω από την κουβέρτα του, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση, βύθισε επανειλημμένα στο στήθος του ένα κοντυλομάχαιρο” που βρήκε, αλλά η καρδιά του έμεινε άτρωτη). Τον ξεκίνησαν τελικά για τη Βιέννη στις 5 Φεβρουαρίου όπου έφθασε στις 14.
Οι συλλήψεις είχαν επεκταθεί, στο μεταξύ, σε ευρύτερους κύκλους Ελλήνων της αυστριακής επικράτειας (στη Βιέννη, την Τεργέστη, την Πέστη, στο Σεμλίνο κ.α.). και οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν στη Βιέννη άλλους δύο μήνες. Τα σχετικά έγγραφα, που έφερε η αρχειακή έρευνα στο φως, δείχνουν ότι οι ανακρίσεις συγκέντρωσαν και κατέγραψαν όλα τα “ενοχοποιητικά” στοιχεία (κατέγραψαν επίσης, ψυχρά, τις θαρραλέες ομολογίες του Ρήγα και των στενών συνεργατών του), αλλά φάνηκε τελικά ότι το “έγκλημα” θα έμενε ουσιαστικά ατιμώρητο, αν η υπόθεση κατέληγε στα τακτικά δικαστήρια. Ήταν όμως μια ευκαιρία για την Αυστρία να δείξει τις καλές της διαθέσεις απέναντι στη γειτονική της Οθωμανική Αυτοκρατορία και να της προσφέρει μια “εκδούλευση”, με την προσδοκία κάποιων ανταλλαγμάτων. Έτσι, από τους Οθωμανούς υπηκόους, οκτώ, οι περισσότερο ένοχοι, αποφασίστηκε να παραδοθούν στην Τουρκία. Από τους άλλους, που είχαν αποκτήσει την αυστριακή υπηκοότητα, έξι αποφασίστηκε (28 Απριλίου 1798) να απελαθούν από την επικράτεια της Αυστρίας (ανάμεσά τους και ο Μαρκίδης Πούλιος, ο εκδότης της ελληνικής Εφημερίδος, στο τυπογραφείο της οποίας είχαν τυπωθεί και τα επαναστατικά έντυπα του Ρήγα). Ισχυρή φρουρά παρέλαβε, σιδηροδεμένους, τον Ρήγα και εφτά συντρόφους του από τις φυλακές της Βιέννης (27 Απριλίου), τους οδήγησε στο Σεμλίνο (Zemun), παραδουνάβιο φρούριο της Αυστρίας τότε, και στις 10 Μαΐου τους παρέδωσε στο αντικρινό φρούριο του Βελιγραδίου, στον εκεί Τούρκο διοικητή.
Ύστερα από 40 περίπου μέρες βασανιστηρίων, ήρθε το σχετικό φιρμάνι από την Κωνσταντινούπολη και τους θανάτωσαν (λέγεται ότι τους στραγγάλισαν, πέταξαν τα κορμιά τους στο Δούναβη και διέδωσαν ότι είχαν δραπετεύσει). Η θανάτωση τους έγινε, πιθανότατα, στις 13/24 Ιουνίου 1798. Μαζί με τον Ρήγα θανατώθηκαν : ο Χιώτης μεγαλέμπορος της Βιέννης Ευστράτιος Αργέντης, ετών 31, ο Γιαννιώτης γιατρός Δημήτριος Νικολίδης, ετών 32, ο Χιώτης Αντώνιος Κορωνιός, ετών 27, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής της ιατρικής από την Καστοριά, ετών 24, ο αδελφός του Παναγιώτης, ετών 22, ο Θεοχάρης Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα, ετών 22, και ο Κύπριος Ιωάννης Καρατζάς, ετών 31.
Το εθνεγερτικό σάλπισμα και το μαρτύριο του Ρήγα συγκίνησαν βαθύτατα το υπόδουλο Γένος. Η Φιλική Εταιρεία (1814) και οι αγωνιστές του Εικοσιένα τον αναγνώρισαν πρόδρομο και πρωτομάρτυρα της ελευθερίας. Τα τραγούδια του Ρήγα (τα δικά του και όσα του αποδόθηκαν) είχαν μεγάλη διάδοση και απήχηση. Εθνικοαπελευθερωτικοί και αλυτρωτικοί αγώνες, προσπάθειες για βαλκανική συνεργασία, κινήσεις για συνταγματικές ελευθερίες ή για δημοκρατικό πολίτευμα, απόστολοι της μεγάλης ιδέας, υπέρμαχοι του δημοτικισμού, λαϊκά κινήματα κ.λ.π., όλοι και όλα, κατά καιρούς, το όνομα και τα οράματα του Ρήγα επικαλούνται. Ο Ρήγας έγινε και παραμένει ένα σύμβολο, ήρωας που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για εθνικά και πανανθρώπινα ιδεώδη.
Η επιστημονική έρευνα για τον Ρήγα, που άρχισε μόλις το 1891, όταν ήλθαν στο φως τα πρώτα σχετικά έγγραφα των αυστριακών αρχείων, διέλυσε κάποιους ποιητικούς θρύλους, αλλά μας έφερε πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και εδραιώνει τον Ρήγα στο ψηλό βάθρο, όπου τον τοποθέτησε η παράδοση. Η μελέτη των έργων του, ιδιαίτερα τον ανέδειξε και πρόδρομο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στοχαστή και οραματιστή, που το κήρυγμά του δεν συνοψίζεται μόνον στο “Ως πότε παλληκάρια” και στο “Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή”, αλλά και στο “Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”.
MAY THE FORCE BE WITH YOU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου